σαρκοτρίπτης

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
είδος χειρουργικής λαβίδας, σαρκοθλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρκα + τρίπτης (πρβλ. λιθο-τρίπτης)].