σαρκοφόρος

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

German (Pape)

[Seite 863] Fleisch tragend, mit Fleisch bekleidet, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοφόρος: -ον, περιβεβλημένος σάρκα, Κλήμ. Ἀλ. 665, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 222.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που είναι περιβεβλημένος με σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -φόρος (< φέρω), πρβλ. σημαιοφόρος.