σαρκόσπερμος
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
(για φυτά) αυτός που έχει σαρκώδη σπέρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρκα + -σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. μονόσπερμος].
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
-η, -ο, Ν
(για φυτά) αυτός που έχει σαρκώδη σπέρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρκα + -σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. μονόσπερμος].