σαρκόφιλος

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

Greek Monolingual

ο / σαρκόφιλος, -ον, ΝΜ
νεοελλ.
ζωολ. μονοτυπικό γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών της οικογένειας δασυουρίδες, με χαρακτηριστικό εκπρόσωπο το είδος Sarcophilus karisii (ursinus), κοινώς γνωστό ως διάβολος της Τασμανίας, που είναι κυρίως σαρκοφάγο
μσν.
αυτός που αγαπά τις σαρκικές απολαύσεις, φιλήδονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -φιλος (< φίλος), πρβλ. παιδό-φιλος. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. sarcophilus].