σαρκόχρους
From LSJ
προσέχετε ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασιν προβάτων ἔσωθεν δέ εἰσίν λύκοι ἅρπαγες → beware of the false prophets, who come to you in sheep's clothing, and inwardly are ravening wolves
Greek Monolingual
-ουν, Ν
(λόγιο επίθ.) αυτός που έχει το χρώμα σάρκας, κρεατής, σαρκόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρκα + -χρους (< χρώς «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. ουρανό-χρους, πορφυρό-χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ἑλληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].