Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
(I)-άω, Α σάρξ, σαρκός](κατά τον Ησύχ.)1. σαρκάζω2. (η μτχ. ενεργενεστ.) σαρκῶν «σεσηρώς». (II)-όω, ΜΑβλ. σαρκώνω.