σελλίζομαι
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
Pass., imitate Aeschines ὁ Σέλλου, affect to be wealthy, Phryn.Com.10; but also σελλίζεσθαι· ψελλίζεσθαι (v. ψελλός) , τινὲς δὲ σελλίζει· ἀλαζονεύει, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
σελλίζομαι: Παθ., μιμοῦμαι τοὺς Σελλοὺς, ἐπιδεικτικῶς προσποιοῦμαι πενίαν, Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν «Κρον.» 5, ἔνθα ἴδε Meineke· -σελλισμός, ὁ, πιθαν. γραφὴ παρὰ Θεογνώστ. ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 11. -Καθ’ Ἡσύχ.: «σελλίζεσθαι· ψελλίζεσθαι. τινὲς δὲ σελλίζει· ἀλαζονεύει».
Greek Monolingual
Α
μεσ.
1. φέρομαι αλαζονικά, κομπάζω
2. (κατά τον Ησύχ.) «σελλίζεσθαι
ψελλίζεσθαι, τινὲς δὲ σελλίζει
άλαζονεύει».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψελλίζομαι (< ψελλός). Η ερμηνεία που έχει δοθεί στη λ. «κομπάζω, φέρομαι αλαζονικά» είναι ευκαιριακή παραφθορά της αρχικής της σημ.].
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: = ψελλίζεσθαι τινες δε σελλίζει ἀλαζονεύει H. In Phryn.Com. 10 imitate Aeschine, son of Sellos; "le sens a été occasionellemnt déformé par Phryn." (DELG).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unclear.