σελλισμός
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ὁ, = ἀλαζονεία, prob. l. for σελας μός in Theognost. Can.11.
Greek Monolingual
ὁ, Μ σελλίζομαι
αλαζονεία, κομπασμός.