σητάνειος

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σητάνειος Medium diacritics: σητάνειος Low diacritics: σητάνειος Capitals: ΣΗΤΑΝΕΙΟΣ
Transliteration A: sētáneios Transliteration B: sētaneios Transliteration C: sitaneios Beta Code: shta/neios

English (LSJ)

[ᾰ], ον, Plu.2.466d, Favorin. et Orus ap.EM711.49,50; σητάνιος, α, ον, Hp.(v. infr.), Dsc. (v. infr.), etc.; Att. τητάνιος v.l.for σητ- in Poll.6.73; Dor. σᾱτάνιος Sch.Ar.Nu.624:—of this year, σ. πυροί this year's, i.e. spring-wheat, Hp.Acut.(Sp.) 53, Dsc.2.85 (v.l.σιτ-), cf. 101 (v.l. σιτ-) ἐν πυρῶν κρίμνοις.. σητανίοις Hp.Mul.1.50 (v.l. σιτ-), Nat.Mul.57; πυροὶ σιτάνιοι (v.l. σητ-) καὶ ἀλευρῖται, opp. σεμιδαλῖται, Ath.Med. ap. Orib.1.2.2; σ. κρόμυα Thphr. HP 7.4.7; μῆλα Diph.Siph. ap.Ath.3.81a; σ. ἄλεμρον Hp.Acut. (Sp.) 63, Dsc.2.85 (pl.); σ. ἄλητον Hp.Acut. (Sp.) 70, Art.36; ἄρτος Plu.2.466d (v.l. σιτ-), Anon.in EN 449.10:—cf. σητινός. (Derived by Gal.18(1).469, Sch.Ar.l.c. from σῆτες = τῆτες, by Suid., Eust.1792.4, Zonar. from σήθω, as if 'sifted, bolted'; the exact meaning and spelling of σητάν (ε) ιος are uncertain; Plin. has sitanius HN22.139, setania ib.19.101; σ. ἄρτος is opp. αὐτόπυρος ἄρτος in Plu. l.c., Anon.in EN l.c.; σατάνειος (q.v.) is prob. not cogn.)

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
de l'année : ἄρτος PLUT pain de farine nouvelle.
Étymologie: *σῆτες, c. τῆτες.

German (Pape)

σητάνιος.

Russian (Dvoretsky)

σητάνειος: приготовленный из муки нового помола (ἄρτος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σητάνειος: -ον, Πλούτ. 2. 466D· σητάνιος, α, ον, Ἱππ., κλπ.· Δωρ. σᾱτάνιος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 626· ― ἐτυμολογεῖται κατ’ Εὐστ. 1792. 4, Σουΐδ., Ζωναρ. ἐκ τοῦ σήθω, = κοσκινισμένος, «καθαρισμένος», ἀλλὰ κατὰ Γαλην. ἐκ τοῦ σῆτες, τῆτες, = ἐφετινός, Λατ. hornus, hornotinus· ἡ δὲ ἐτυμολογία αὕτη φαίνεται ἀναγκαία ἐν ταῖς φράσεσι: σ. πυροί, τούτου τοῦ ἔτους, ἐφετινὸς σῖτος, Ἱππ. 405. 30., 581. 16., 609. 32· σ. κρόμμυα Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 7. 4, 7· μεσπίλη αὐτόθι 3. 12, 5· μῆλα Ἀθήν. 81Α· ― ἂν καὶ ἐπὶ ἄλλης χρήσεως, οἷον, σ. ἄλευρον Ἱππ. 407. 8, Διοσκ. 2. 107· σ. ἄλητον Ἱππ. 407. 32., 802. 28· ἄρτος Πλούτ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., ἑκατέρα ἐξήγησις δύναται νὰ δοθῇ, ἴδε Foës. Oecon. Hipp., Πολυδ. Ϛ΄, 73· ― ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως ἑρμηνεύει τὸ σήτειος διὰ τοῦ νέος· ― ὁ Γαλην. ἔχει σητανώδης, ές, ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας· ― πρβλ. ὡσαύτως σιτανίας.

Greek Monolingual

και σητάνιος και σατάνιος, -ον, Α
βλ. τητάνιος.