σιγητής
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
σιγητοῦ, ὁ, one who keeps silence, of Bacchic initiates, in plural, AJA37.262 (Latium, ii A.D., σειγ-).
Greek Monolingual
ὁ, Α σιγῶ
(κυρίως για τους μύστες του Βάκχου) αυτός που τηρεί σιγή, που παραμένει σιωπηλός.