σιδεράς

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187

Greek Monolingual

ο, Ν σίδερο
1. πωλητής σιδερικών, σιδηροπώλης
2. τεχνίτης που κατασκευάζει ή διορθώνει σιδερένια αντικείμενα, σιδηρουργός.