σιδεράς
From LSJ
Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht
Greek Monolingual
ο, Ν σίδερο
1. πωλητής σιδερικών, σιδηροπώλης
2. τεχνίτης που κατασκευάζει ή διορθώνει σιδερένια αντικείμενα, σιδηρουργός.