σκαιουργός

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που ενεργεί με βάναυσο τρόπο, αγροίκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του σκαιουργῶ].