Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
οι, Νζωολ. οι σκορπιονοειδείς οστεοϊχθύες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scleroparei (< σκληρός + παρειά)].