σκοτωματικός
English (LSJ)
ή, όν, A causing dizziness, Dsc.5.34. 2 suffering from it, Id.2.70; -κὸν πάθος Gal.8.201, Alex.Aphr.Pr.2.71, etc.
German (Pape)
[Seite 906] schwindlig, Schwindel erregend, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
σκοτωματικός: -ή, -όν, ὁ προξενῶν ἴλιγγον, «ζάλην», Διοσκ. 5. 43. 2) ὁ πάσχων ἐκ σκοτοδινίας, ὁ αὐτ. 2. 78, Ἀλεξ. Ἀφρ. Πρβλ. 2. 71, κτλ.
Greek Monolingual
-ή; -όν, Α σκότωμα, -ατος (Ι)]
1. αυτός που επιφέρει σκότωμα, σκοτοδίνη («σκοτωματικὸν πάθος», Γαλ.)
2. αυτός που πάσχει από σκοτοδίνη.