σοβαρητικός
Full diacritics: σοβᾰρητικός | Medium diacritics: σοβαρητικός | Low diacritics: σοβαρητικός | Capitals: ΣΟΒΑΡΗΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: sobarētikós | Transliteration B: sobarētikos | Transliteration C: sovaritikos | Beta Code: sobarhtiko/s |
English (LSJ)
ή, όν,= σοβαρός, σφοδρός, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
σοβᾰρητικός: -ή, -όν, = σοβαρός, σφοδρός, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
(κατά τον Ησύχ.) «σοβαρός, σφοδρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοβαρός, κατά τα επίθ. σε -ητικός (πρβλ. ποι-ητικός)].
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο