σταβλίτης
Full diacritics: σταβλίτης | Medium diacritics: σταβλίτης | Low diacritics: σταβλίτης | Capitals: ΣΤΑΒΛΙΤΗΣ |
Transliteration A: stablítēs | Transliteration B: stablitēs | Transliteration C: stavlitis | Beta Code: stabli/ths |
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A official in the posting service, POxy.140.7 (vi A.D.), etc.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και σταυλίτης Ν
νεοελλ.
ιπποκόμος
μσν.-αρχ.
αυτός που εργαζόταν σε στάβλο ταχυδρομικού σταθμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάβλον / στάβλος + επίθημα -ίτης (πρβλ. καλαμ-ίτης)].
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο