στεατίνη

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367

Greek Monolingual

η, Ν
χημ. συνοπτική ονομασία τών εστέρων του στεατικού οξέος με τη γλυκερίνη, που αναφέρεται συχνά στην τριστεατίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. steatine (< στέαρ, -ατος). Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Β. Λάκωνα].