στερρότης

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερρότης Medium diacritics: στερρότης Low diacritics: στερρότης Capitals: ΣΤΕΡΡΟΤΗΣ
Transliteration A: sterrótēs Transliteration B: sterrotēs Transliteration C: sterrotis Beta Code: sterro/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ, (στερρός (A))
A hardness, firmness, τοῦ πάγου, of ice that will bear, Plu.2.969a; [τῶν ἀτόμων] Epicur.Fr.282: metaph., firmness, Ph.1.276.
II (στερρός (B)) barrenness, Arist.GA773b27.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
solidité, fermeté.
Étymologie: στερρός.

German (Pape)

ητος, ἡ, = στερεότης, Härte, Festigkeit; Arist. gen.an. 4.5; Plut.

Russian (Dvoretsky)

στερρότης: ητος ἡ твердость, плотность, крепость Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

στερρότης: -ητος, ἡ, σκληρότης, σταθερότης, ἡ στ. τοῦ πάγου, τὸ δύσκαμπτον αὐτοῦ ὅτε δύναται νὰ βαστάσῃ βάρος, Πλούτ. 2. 969Α, κτλ. ΙΙ. τὸ στερεόν, ἡ στερεότης, ἀντίθετον τῷ ὑγρότης, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 5, 6. ΙΙΙ. ἡ σὴ στ., ὡς προσωνυμία τιμητική, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 6, 1.

Greek Monolingual

(I)
-ητος, ἡ, ΜΑ
βλ. στερεότητα.
(II)
-ητος, ἡ, Α
βλ. στειρότητα.