στολίζω

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στολίζω Medium diacritics: στολίζω Low diacritics: στολίζω Capitals: ΣΤΟΛΙΖΩ
Transliteration A: stolízō Transliteration B: stolizō Transliteration C: stolizo Beta Code: stoli/zw

English (LSJ)

(στολίς)
A put in trim, στολίσας νηὸς πτερά drawing in the sail, Hes.Op.628.
2 equip, dress, τινὰ πέπλοις Anacreont.15.29; ἀγαλμάτιον Plu.2.366f; τοὺς θεούς Stud.Pal.22.183.90 (ii A.D.):—Pass., ἐστολισμένος δορί armed with spear, E.Supp.659; νῆες σημείοισιν ἐστ. Id.IA255 (lyr.); νυμφικῶς ἐστ. Ach.Tat.3.7; ἐστ. τὴν βασιλικὴν στολήν LXX Es.8.15: abs., ἐστ. in full dress, ib. 1 Es.1.2, al.
3 metaph., deck, adorn, τὰς φρένας τινί AP9.214 (Leo Phil.).
II to be a στολιστής, IG3.162.9.

German (Pape)

[Seite 946] wie στέλλω, in Stand setzen, ausrüsten; στολίσας νηὸς πτερά, die Segel einziehend, Hes. O. 630; ἐστολισμένον δορί, bewaffnet, Eur. Suppl. 659; νῆας εἰδόμαν σημείοις ἐστολισμένας, I. A. 255; στόλισον αὐτήν, schmücke sie, Anacr. 15, 29; Plut. καὶ κοσμέω, Is. et Osir. 39; – auch übertr., στόλιζες φρένας, Leo phil. ep. 5 (IX, 214).

French (Bailly abrégé)

1 appareiller, équiper, acc. ; en gén. munir de, τινι;
2 vêtir.
Étymologie: στολίς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στολίζω [στόλος, στολή] opvouwen. Hes. Op. 628. uitrusten met, met dat.. ἐστολισμένον δορί uitgerust met een speer Eur. Suppl. 659.

Russian (Dvoretsky)

στολίζω:
1 сворачивать, убирать (νηὸς πτερά Hes.);
2 одевать, наряжать (σ. καὶ κοσμεῖν τινα Plut.);
3 украшать, снабжать (νῆας σημείοισιν Eur.);
4 оснащать, вооружать (ἐστολισμένος δορί Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

στολίζω: μέλλ. -ίσω, (στολὶς) ὡς τὸ στέλλω, παρασκευάζω, ἐξοπλίζω, ἑτοιμάζω· στολίσας νηὸς πτερά, περιστείλας, συστείλας τὰ ἱστία, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 626. 2) παρασκευάζω, ἐνδύω, στολίζω, τινά τινι Ἀνακρέοντ. 15. 29· τινὰ Πλούτ. 2. 366F. - Παθητ., ἐστολισμένος δορί, ὡπλισμένος μὲ δόρυ, Εὐρ. Ἱκέτ. 659· νῆες σημείοις ἐστ. Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 255· νυμφικῶς ἐστ. Ἀχιλλ. Τάτ. 3. 7· ἐστ. στολὴν βασιλικὴν Ἑβδ. (Ἐσθ. Η΄(Θ΄), 15)· ἀπολ., ἐστολισμένος, ἐνδεδυμένος τελείως, αὐτόθι (Α΄ Ἔσδρ. Α΄, 2, κτλ., πρβλ. Ἐσθ. Δ΄, 4, Ϛ΄, 9). 3) μεταφορ., κοσμῶ, στολίζω, τί τινι Ἀνθ. Π. 9. 214. ΙΙ. εἶμαι στολιστής, Συλλ. Ἐπιγρ. 481. 9. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 276.

Spanish

vestir

Greek Monolingual

ΝΜΑ στόλος / στολή
1. διακοσμώ, κοσμώ, καλλωπίζω, ντύνω με ωραία ενδύματα και κοσμήματα (α. «στολίζουν τη νύφη» β. «νέον τινὰ στολίσαντες ὡς κόρην», Τζέτζ.
γ. «τὸ ἀγαλμάτιον στολίζουσι καὶ κοσμοῦσι», Πλούτ.)
2. (το μεσοπαθ.)
στολίζομαι
α) φορώ πολυτελή ενδυμασία ή φέρω επίσημη διακόσμηση (α. «ήλθαν στολισμένες σαν πριγκιπέσσες» β. «ἐστολισμένος τὴν βασιλικὴν στολήν», ΠΔ
γ. «νῆες σημείοισιν ἐστολισμέναι», Ευρ.)
β) μτφ. φέρω, έχω ή αποκτώ κάτι το όμορφο ή καλό (α. «πολλά είναι τα προτερήματα που τον στολίζουν» β. «με τη δική μου λεβεντιά να στολιστείς γυρεύεις;», δημ. τραγούδι
γ. «λευκὴν ἄνωθεν ἐλπίδα στολίζεται», Ανθ. Παλ.)
νεοελλ.
1. μτφ. διανθίζω («στόλισε τον λόγο του με φαιδρά ανέκδοτα»)
2. φρ. «τον στόλισα όπως του έπρεπε» ή «τον στόλισα για τα καλά»
μτφ. του τά είπα έξω απ' τα δόντια, τον επιτίμησα, του μίλησα με σκληρά λόγια
αρχ.
1. καταρτίζω, προετοιμάζω
2. εξοπλίζω, αρματώνω («ἐστολισμένος δορί», Ευρ.)
3. είμαι στολιστής
4. φρ. «στολίσας νηὸς πτερά» — αφού μάζεψε τα πανιά (Ευρ.).

Greek Monotonic

στολίζω: μέλ. -ίσω (στολίς
1. προετοιμάζω, παρασκευάζω, εξοπλίζω· στολίσας νηὸς πτερά, έχοντας μαζέψει τα πανιά του πλοίου, σε Ησίοδ.
2. εφοδιάζω, ντύνω, στολίζω — Παθ., ἐστολισμένος δορί, οπλισμένος με δόρυ, σε Ευρ.
3. μεταφ., κοσμώ, διακοσμώ, στολίζω, σε Ανθ.

Middle Liddell

στολίζω, στολίς
1. to put in trim, στολίσας νηὸς πτερά having trimmed the sails, Hes.
2. to equip, dress:—Pass., ἐστολισμένος δορί armed with spear, Eur.
3. metaph. to deck, adorn, Anth.

Mantoulidis Etymological

(=ἑτοιμάζω, στολίζω). Ἀπό τό στολίς -ίδος (=φόρεμα) τοῦ στέλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

vestir στολίσας αὐτὸν δὸς αὐτῷ ἀνουβιάδα τὸν στάχυν tras vestirlo dále una espiga de trigo anúbica P IV 901 στολίσας σεαυτὸν προφητικῷ σχήματι ἔχε ἐβεννίνην ῥάβδον ἐν τῇ λαιᾷ χειρί vestido a la manera de un profeta sostén una varilla de ébano en la mano izquierda P I 278 στόλισον αὐτὸν λίνῳ καθαρῷ καὶ θὲς ἐπὶ θυρίδος καθαρᾶς vístelo con lino limpio y ponlo en una ventana purificada (ref. a un hipopótamo modelado) P XIII 313 part. med. τὸ δὲ εἰς τὸ χάρτιον· Ὄσιρις ἐστολισμένος, ὡς Αἰγύπτιοι μηνύουσιν ésta es la figura del papiro: un Osiris vestido como los egipcios lo representan P IV 2124 ἐστολισμένος καὶ ἀπεχόμενος ἀπὸ πάντων μυσαρῶν πραγμάτων vestido y absteniéndote de toda obra abominable P I 289