στρατεύω

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρατεύω Medium diacritics: στρατεύω Low diacritics: στρατεύω Capitals: ΣΤΡΑΤΕΥΩ
Transliteration A: strateúō Transliteration B: strateuō Transliteration C: strateyo Beta Code: strateu/w

English (LSJ)

(στρατός)
A advance with an army or advance with a fleet, wage war, or rulers, officers, or men, Κροῖσος ἐνένωτο στρατεύειν ἐπὶ τοὺς Πέρσας Hdt.1.77; Θηβαῖοι.. ἐστράτευον ἐπὶ τοὺς Πλαταιέας Id.6.108, cf. 7 (v.l.), Th.3.7, OGI327.2 (Pergam., ii B.C.), etc.; οἱ Ἀθηναῖοι στρατεύσαντες ἐς Πλάταιαν Th.2.6; Καρχηδόνιοι στρατεύσαντες ἐπὶ Σικελίαν X.HG1.1.37; εἰς Σικελίαν στρατεύσαντες ib.1.5.21; ἐστράτευσαν πρὸς Ἄβυδον ib.1.2.16; σ. ὅποι Κῦρος ἐπαγγέλλοι Id.Cyr.7.4.9: c. acc. cogn., οἶσθ' ἣν στρατείαν ἐστράτευσ' ὀλεθρίαν (sc. ἐγὼ Ἄδραστος) E.Supp.116; Λακεδαιμόνιοι.. τὸν ἱερὸν καλούμενον πόλεμον ἐστράτευσαν Th.1.112; metaph., ἑνὸς δ' ἐπ' ἀνδρὸς δώματα στρατεύομεν (Iris et Lyssa loq.) E.HF825 (nisi leg. σῶμα συστρατεύομεν):—so in Med., στρατεύομαι Hdt.7.61, etc.: fut. στρατεύσομαι ib.ΙΙ, D.8.23: aor. ἐστρατευσάμην Hdt.1.204, S.Aj. 1111, Isoc.5.144, etc.; also ἐστρατεύθην Pi.P.1.51, Apollod.1.9.13: pf. ἐστράτευμαι Is.4.29, etc.; Boeot. 3pl. pf. Med. ἐστροτεύαθη IG7.3174.27 (Orchom. Boeot.), al.: εἰ μὴ στρατεύοισθ' ἐς τὸν Ἑλλήνων τόπον A.Pers.790; στρατεύσονται ἐπὶ τὴν ἡμετέρην [Ἀθηναῖοι] Hdt.7.11; οἱ δὲ στρατευόμενοι οἵδε ἦσαν, Πέρσαι μέν..ib.61, cf. 64,66, al.; ἐστρατευμένοι γάρ εἰσι they have been soldiers, have seen war-service, Ar.Ra. 1113, cf. IG12.1.3, 18.9, Lys.9.4; ψιλὸς αὖ στρατεύσομαι Ar.Th. 232, cf. Eup.117.8; ὁπλίτης σ. X.Mem.3.4.1; ἐκ καταλόγου σ. ibid.; ὅταν ἡλικίαν ἐκπέμπωσι προγράφουσιν ἀπὸ τίνος ἄρχοντος καὶ ἐπωνύμου μέχρι τίνων δεῖ στρατεύεσθαι Arist.Ath.53.7; σφι ἐδόκεε στρατεύεσθαι ἐπὶ τὰς Θήβας Hdt.9.86; ἐπὶ τοῦ κρυστάλλου στρατεύονται.. πέρην ἐς τοὺς Σίνδους Id.4.28; σ. μετά τινων E.IA967; ὑπὲρ τῆς πόλεως Pl.R. 429b; τῆς σῆς οὕνεκ'.. γυναικός S.Aj.1111; ὑπό τινι Plu.Cam.2; ἐπ' Αἴγυπτον Hdt.3.139; ἐς τὴν Ἀσίην Id.1.4, cf. And.3.30, etc.; κατὰ Ἐφεσίων OGI437.70 (Pergam., i B.C.); πρὸς τὴν τῶν Ὀλυνθίων πόλιν X. HG5.3.3; μισθοῦ σ. Id.Cyr.3.2.7; πανδημεὶ ἔξω σ. Pl.Lg.814a; opp. ἐπιδημεῖν, Lys.20.21; opp. δημηγορεῖν, And.4.22; στρατευσάμενος = a militiis, IG14.716 (Naples): c. acc. cogn., τὰς στρατείας στρατευόμενος Is.10.25.
2 Med., serve in the army, τυΐ πρᾶτον ἐστροτεύαθη the following have joined the army for the first time, IG7 l.c.; μηδεὶς ἐαθῇ στρατεύσασθαι to join the army, UPZ110.162 (ii B.C.), cf. Sammelb. 7354.6 (ii A.D.), BGU1680.9 (iii A.D.); οἱ στρατευόμενοι Ἕλληνες the Greeks who are in the army, PTeb.5.168 (ii B.C.).—In Hdt. codd. vary between Act. and Med., as in 6.7, 108; in Att. and later Gr. (PGrenf.1.21.3 (ii B.C.), PTeb.5.168 (ii B.C.), etc.) the Med. is much the more freq.
II later, in Act., take into the army or receive into the army, enroll, enlist, D.S.25.12, App.BC1.42, 2.141, 5.137, Hdn.2.14.6:—Pass., τῶν νεολέκτων τῶν στρατευθέντων ὑφ' ἡμῶν POxy.1103.5 (iv A.D.); ὁ νῦν στρατευθεὶς τίρων PLond.2.237.31 (iv A.D.).
III v. στραγγεύομαι.

German (Pape)

[Seite 951] im Kriege dienen, Kriegsdienste thun, zu Felde ziehen; Eur. Herc. F. 825 Rhes. 471; oft Her., ἐνένωτο στρατεύειν ἐπὶ τοὺς Πέρσας 1, 77, ἐπὶ Μίλητον 6, 7; Thuc. τὸν ἱερὸν πόλεμον, 1, 112; Folgde; ποίῳ δικαίῳ χρώμενος Ξέρξης ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα ἐστράτευσεν, Plat. Gorg. 483 d; Sp., στρατεύειν πανδημεί, Pol. 2, 2, 7. – Häufig als depon. med., u. bei Pind. P. 1, 51 auch im aor. pass. als depon., ἐστρατεύθη, er zog zu Felde; εἰ μὴ στρατεύοισθ' ἐς τὸν Ἑλλήνων τόπον, Aesch. Pers. 776; οὐ τῆς σῆς οὕνεκ' ἐστρατεύσατο γυναικός, Soph. Ai. 1090; ἐπὶ τὴν ἐμὴν στρατεύομαι πόλιν, Eur. Phoen. 435; Ar. Nubb. 682; ἐστρατευμένος, Ran. 1111; ἐστράτευμαι τὰς στρατείας, Is. 2, 42; ἐστρατεύοντο ἐπὶ τοὺς Πλαταιέας, Her. 6, 108; ἐπὶ Αἴγυπτον, 3, 139; öfter auch absolut, 4, 28. 8, 43; ἔοικεν ἐκ νέου στρατεύεσθαι διὰ βίου, Plat. Legg. III, 694 c, u. öfter, u. Folgde überall. – Bei Hdn. 2, 14, 6 steht das act. für »anwerben«, in das Heer aufnehmen. Vgl. App. B. C. 2, 141. –

French (Bailly abrégé)

ao. ἐστράτευσα, pf. ἐστράτευκα;
Pass. pf. ἐστράτευμαι;
servir comme soldat ; faire campagne, faire une expédition (sur terre et sur mer, comme chef ou comme soldat) : πόλεμον THC diriger une expédition, une guerre au dehors;
Moy. στρατεύομαι (ao. ἐστρατευσάμην, rar. ἐστρατεύθην) servir comme soldat : ἐπί, εἰς ou πρός et l'acc. contre (qqn, une ville, etc.) ; στρ. ψιλόν AR, ὁπλίτην XÉN servir comme soldat d'infanterie légère, comme hoplite ; στρ. μισθοῦ XÉN servir pour une solde, càd comme mercenaire ; ὑπό τινι servir sous qqn ; εἰς τὴν Ἀσίαν XÉN faire campagne en Asie.
Étymologie: στρατός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρατεύω [στρατός] een veldtocht of militaire expeditie ondernemen, oprukken:; σ. ὅποι Κῦρος ἐπαγγέλλοι een veldtocht ondernemen waarheen Cyrus ook maar beval Xen. Cyr. 7.4.9; met ἐπί + acc., met εἰς + acc. of met πρός + acc. tegen iem., tegen een plaats; met ὑπό + dat. onder het commando van iem.; met acc. v. h. inw. obj.:; στρατείαν σ. een veldtocht ondernemen Eur. Suppl. 116; πόλεμον σ. een oorlog voeren Thuc. 1.112.5; ook med.. οἱ δὲ στρατευόμενοι οἵδε ἦσαν dit waren degenen die de expeditie ondernamen Hdt. 7.61; οὐ... τῆς σῆς οὕνεκ’ ἐστρατεύσατο γυναικός hij trok niet ten strijde vanwege jouw vrouw Soph. Ai. 1111. med. ook in het leger dienen, dienstplicht uitvoeren:; ἐκ καταλόγου στρατεύεσθαι als dienstplichtige dienen Xen. Mem. 3.4.1; μισθοῦ στρατεύονται zij dienen tegen soldij (d.w.z. als huursoldaat) Xen. Cyr. 3.2.7; met acc. v. h. inw. obj.: στρατείας στρατεύεσθαι in het leger dienen Dem. 21.95.

Russian (Dvoretsky)

στρατεύω: тж. med.
1 совершать военный поход, идти войной (ἐπὶ Τροίαν Thuc.; πρὸς Ἄβυδον Xen.);
2 (о военных походах), предпринимать (στρατείαν Eur.; τὸν ἱερὸν πόλεμον Thuc.);
3 состоять на военной службе, участвовать в походах, воевать: ὁπλίτης στρατευσάμενος Xen. служивший в качестве гоплита; ἐστρατευμένος Lys., Arph. отслуживший свой срок, ветеран; στρατεύεσθαι μισθοῦ Xen. служить в качестве наемника; στρατεύεσθαι ὑπέρ τινος Plat. воевать за (в защиту) кого-л. или замещать кого-л. на военной службе.

English (Thayer)

middle, present στρατεύομαι; 1st aorist subjunctive 2nd person singular στρατευση (T Tr text WH marginal reading); (στρατός (related to στρωννύω, which see), an encampment, an army); from Herodotus down; to make a military expedition, to lead soldiers to war or to battle (spoken of a commander); to do military duty, be on active service, be a soldier"; in the N.T. only in the middle (Greek writings use the active and the deponent middle indiscriminately; cf. Passow, under the word, 1at the end; (Liddell and Scott, under the word, I:2)): properly, of soldiers, to fight (A. V. war): tropically, of the conflicts of the apostolic office, Winer's Grammar, § 32,2; Buttmann, § 131,5), τήν καλήν στρατείαν, ἱεράν καί εὐγενῆ στρατείαν στρατεύσασθαι περί τῆς εὐσεβείας, ἀντιστρατεύομαι.)

Greek Monolingual

(I)
ΝΜΑ στρατός
(μέσ. και παθ.) στρατεύομαι
καλούμαι και κατατάσσομαι στον στρατό, καλούμαι να υπηρετήσω ως στρατιώτης
νεοελλ.
μέσ.
1. μτφ. (το μέσ.) στρατεύομαι
τάσσομαι στην υπηρεσία ενός σκοπού
2. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) στρατευόμενος, -η, -ο
μτφ. αυτός που συμμετέχει σε έναν αγώνα ή αυτός που οφείλει να συμμετέχει σε αγώνα για την υπεράσπιση, την προώθηση ή, αντίθετα, την καταπολέμηση μιας ιδεολογίας («η στρατευόμενη Εκκλησία» — η επίγεια, εγκόσμια εκκλησία, σε αντιδιαστολή προς την επουράνια, η οποία αγωνίζεται κατά της αμαρτίας και τών επηρειών του διαβόλου)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) στρατευμένος, -η, -ο
α) αυτός που υπηρετεί στον στρατό («στρατευμένα νιάτα»)
β) μτφ. (για πρόσ.) αυτός που εθελοντικά υπηρετεί μια ιδέα ή έναν σκοπό κοινωνικό ή πολιτικό (α. «στρατευμένος ποιητής» β. «στρατευμένη τέχνη» — τέχνη που υπηρετεί πολιτικές, εθνικές ή άλλες σκοπιμότητες)
αρχ.
1. οδηγώ στράτευμα ή στόλο εναντίον κάποιου, εκστρατεύωἐπεὶ οὖν Τισσαφέρνης ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα ἐστράτευσεν...», Ξεν.)
2. λαμβάνω μέρος σε εκστρατεία
3. συγκεντρώνω στρατό, κατατάσσω ως στρατιώτη, στρατολογώ
4. μτφ. κινούμαι επιθετικά εναντίον κάποιου («ἑνὸς δ' ἐπ' ἀνδρὸς δώματα στρατεύοιεν», Ευρ.)
5. (μέσ. και παθ.) υπηρετώ στον στρατό
6. (το αρσ. μτχ. μέσ. αορ.) στρατευσάμενος
αυτός που βρίσκεται στον στρατό, αυτός που βρίσκεται σε πόλεμο
7. (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ.) ἐστρατευμένος
αυτός που εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, που έχει υπηρετήσει ως στρατιώτης
8. φρ. α) «στρατεύεσθαι μετά τινων» — το να εκστρατεύει κανείς μαζί με άλλον (Ευρ.)
β) «στρατεύεσθαι ὑπέρ τινος» — το να εκστρατεύει κανείς για την υπεράσπιση κάποιου
(Πλάτ.)
γ) «στρατεύεσθαι ὑπό τινι» — το να εκστρατεύει κανείς υπό την αρχηγία κάποιου (Πλούτ.)
δ) «μισθοῦ στρατεύεσθαι» — το να λαμβάνει κανείς μέρος, να συμμετέχει σε εκστρατεία ως μισθοφόρος (Ξεν.)
ε) «ἐκ καταλόγου στρατεύεσθαι» — το να υπηρετεί κανείς στον στρατό ως εγγεγραμμένος στους καταλόγους τών στρατευσίμων (Ξεν.)
στ) «οἱ στρατευόμενοι Ἕλληνες» — οι Έλληνες που υπηρετούν στον στρατό (Αριστοφ.).
(II)
Ν στράτα
μτφ. οδηγώ στον σωστό δρόμο («ο θεός να σέ στρατέψει»).

Greek Monotonic

στρᾰτεύω: μέλ. -σω (στρατός
I. υπηρετώ στον πόλεμο, υπηρετώ ως στρατιώτης, υπηρετώ τη στρατιωτική μου θητεία, εκστρατεύω, πορεύομαι εναντίον κάποιου, εξορμώ, σε Ηρόδ., Αττ.· με σύστ. αιτ., στρατεύω στρατείαν, σε Ευρ.
II. 1. αποθ., στρατεύομαι, μέλ. -εύσομαι· αόρ. αʹ ἐστρατευσάμην και ἐστρατεύθην· παρακ. ἐστράτευμαι· υπηρετώ ως στρατιώτης, εκστρατεύω, Λατ. militari, σε Ηρόδ.· ἐστρατευμένος, έχοντας υπηρετήσει τη στρατιωτική μου θητεία, σε Αριστοφ.
2. οδηγώ ένα στράτευμα, πορεύομαι, βαδίζω εναντίον κάποιου, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτεύω: Βοιωτ. παρατ. ἐστροτεύαον Keil Inscr. 11. 6· (στρατός). Ὑπηρετῶ εἰς πόλεμον, εἶμαι στρατιώτης, κάμνω ὑπηρεσίαν στρατιωτικήν, ἐκστρατεύω, ἐπέρχομαι ἐναντίον τινός, πρῶτον παρ’ Ἡροδ., ἐπὶ τοὺς Πέρσας, ἐπὶ τὴν Μίλητον 1. 77., 6. 7, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 825, Θουκ. 3. 7, κτλ.· ἐς Πλάταιαν, ἐς Σικελίαν, κτλ., ὁ αὐτ. 2. 6, Ξεν., κλπ.· πρὸς Ἄβυδον ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 2, 16· στρ. ὅποι Κῦρος ἐπαγγέλλοι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 7. 4, 9· μετὰ συστοίχ. αἰτ., στρ. στρατείαν Εὐρ. Ἱκέτ. 116· πόλεμον Θουκ. 1. 112. 2) ὡς ἀποθ. στρατεύομαι· μέλλ. -εύσομαι Ἡρόδ. 7. 11, Δημ. 95. 19· ἀόρ. ἐστρατευσάμην Ἡρόδ. 1. 204, Σοφ. Αἴ. 1111, Ἰσοκρ. 111C, κτλ.· ὡσαύτως ἐστρατεύθην Πινδ. Π. 1. 98, Ἀπολλόδ. 1. 9, 131, Βοιωτ. ἐστροτευάθη Ussing Inscr. ἀρ. 52· πρκμ. ἐστράτευμαι Ἰσαῖ. 49. 28, κτλ., ἴδε κατωτ.· - ἐν χρήσει ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ., ἐκστρατεύω, Λατιν. militari, Ἡρόδ. 7. 61, 64, 66, κ. ἀλλ.· ἐστρατευμένος, ὑπηρετήσας ὡς στρατιώτης, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1113, πρβλ. Λυσίαν 114. 33· ψιλὸς αὖ στρατεύσομαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 232, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 15. 8· στρ. ὁπλίτης Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 1· στ. ἐκ καταλόγου (ἴδε ἐν λ. κατάλογος 2). 3) ὁδηγῶ στρατόν, βαδίζω, ἐπέρχομαι, στρ. ἐπὶ τοῦς Πλαταιέας, ἐπὶ τὰς Θήβας Ἡρόδ. 6. 108., 9. 86· ἐπὶ κρυστάλλου ὁ αὐτ. 4. 28, κτλ.· μετά τινος Εὐρ. Ι. Α. 967· ὑπέρ τινος Πλάτ. Πολ. 429Β, κτλ.· ἕνεκά τινος Σοφ. Αἴ. 1111· ὑπό τινος Πλουτ. Κάμιλλ. 2· ἐπί τινα Ἡρόδ. 3. 139, κτλ.· ἐς τὴν Ἀσίην ὁ αὐτ. 1.4, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 790, Ἀνδοκ. 27. 20, κτλ.· πρός .. Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 3· στρ. μισθοῦ Ξεν. Κύρ. 3. 2, 7· στρ. ἔξω Πλάτ. Νόμ. 814Α· ἀντίθετον τῷ ἐπιδημεῖν, Λυσ. 160. 2· τῷ δημηγορεῖν, Ἀνδοκ. 32. 4· μετὰ συστοίχ. αἰτ., Ἰσαῖ. 82. 25, κτλ. - Παρ’ Ἡροδ. τὰ Ἀντίγραφα ἄλλοτε ἔχουσι τὸν ἐνεργ. τύπον καὶ ἄλλοτε τὸν μέσον, ὡς ἐν 1. 204., 6. 7· παρὰ τοῖς Ἀττ. ὁ μέσος τύπος κατέστη κατὰ πολὺ συνηθέστερος. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ἐν τῷ ἐνεργ., δέχομαι ὡς στρατιώτης, ἐγγράφω ὡς στρατιώτην, στρατολογῶ, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 42., 2. 141., 5. 137, Ἡρῳδιαν. 2. 14. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 348.

Middle Liddell

στρατός
I. to serve in war, serve as a soldier, do military service, take the field, march, Hdt., Attic; c. acc. cogn., στρ. στρατείαν Eur.
II. Dep. στρατεύομαι, fut. -εύσομαι: aor1 ἐστρατευσάμην and ἐστρατεύθην: perf. ἐστράτευμαι:—to serve, take the field, Lat. militari, Hdt.; ἐστρατευμένος having been a soldier, Ar.
2. to lead an army, march, Hdt., Attic

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό οὐσ. στρατός τοῦ στορέννυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ στρατεύω: στρατεία, ἐπιστρατεία, συστρατεία, στράτευμα, στρατεύσιμος, στράτευσις, ἐπιστράτευσις, στρατευτέον, στρατευτής, στρατευτικός, ἀστράτευτος.

Lexicon Thucydideum

expeditionem facere, to make an expedition, 1.8.4, 1.9.2. 1.12.3, 1.26.4, 1.94.2. 1.107.2. 1.108.2. 1.111.1. 1.111.11.3.1. 1.112.5, 1.112.51.113.1. 1.115.5, 1.143.5. 2.6.4. 2.11.1. 2.11.5. 2.9.1. 2.39.2. 2.57.1, 2.58.1. 2.66.1, 2.67.1. 2.68.1. 2.71.1. 2.71.2. 2.71.22.79.1. 2.95.1. 2.98.1. 2.101.1. 2.102.1. 2.102.2. 2.102.23.1.1. 3.7.4. 3.15.2, 3.18.1, 3.18.2. 3.51.1. 3.88.1, 3.90.1. 3.90.2. 3.95.2. 3.96.2. 3.114.3. 4.25.7, 4.25.10. 4.12.1. 4.27.4. 4.42.1. 4.46.1. 4.52.3. 4.53.1. 4.77.1. 4.77.2. 4.83.1. 4.84.1. 4.89.1, 4.100.1. 4.101.5. 4.102.1. 4.109.1. 4.110.1. 4.122.4. 4.122.5, 4.124.1. 5.8.2. 5.25.3. 5.33.1. 5.54.1, 5.57.1, 5.75.5. 5.82.4. 5.83.1. 5.83.3. 5.84.1. 5.116.1. 6.6.1. 6.7.1. 6.11.3, 6.15.1. 6.19.1. 6.20.1. 6.59.4 (de Hippia concerning Hippias), 6.75.2. 6.76.3. 6.88.5. 6.93.1. 95. 7.9.1. 7.77.3.
militare, to serve as a soldier, 7.57.11, 7.58.3,
MED. expeditionem facere, to make an expedition, 1.104.2, 1.112.2. 4.49.1, 5.47.7. 5.54.2. 5.63.3. 8.22.1,
militare, to serve as a soldier, 2.80.3, 6.21.2, [vulgo commonly στρατευσόμενοι]. 6.23.4, 6.24.1. 6.31.5. 7.57.6, 8.65.3, 8.74.3. 8.86.6.