συγχαρητήριος

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. αυτός που εκφράζει συμμετοχή στη χαρά του άλλου, αυτός με τον οποίο συγχαίρει κανείς («συγχαρητήριο τηλεγράφημα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συγχαρητήρια
έκφραση χαράς, προφορικώς ή γραπτώς, σε κάποιον για ευφρόσυνο γεγονός που του συνέβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συγχαρη- του αορ. συγχάρηκα του συγχαίρω + επίθημα -τήριος (πρβλ. κινητήριος). Ο τ. συγχαρητήρια μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου].