συμμιμνήσκομαι
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
Pass., bear in mind along with, ταῦτα συμμέμνησθέ μοι D.46.2.
German (Pape)
[Seite 983] (s. μιμνήσκω), pass., sich zugleich erinnern, συμμέμνησθέ μοι ταῦτα, denkt mir ja daran, Dem. 46, 2, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συμμιμνήσκομαι: Παθητ., ἀναμιμνήσκομαι ὁμοῦ μετά τινος, τι Δημ. 1129. 15.
Greek Monolingual
Α μιμνήσκομαι
αναθυμούμαι μαζί με άλλον.
Greek Monotonic
συμμιμνήσκομαι: Παθ., φέρνω μαζί στη μνήμη μου, σε Δημ.