ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
εως (ἡ) :
c. συνηλυσία.
-ήσεως, ἡ, A
σύναξη, συνηλυσίη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἤλυσις «οδός, πορεία»].
συνήλῠσις: εως ἡ встреча, собрание Anth.
ἡ, Zusammenkunft, Synes.