συνίζηση

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source

Greek Monolingual

η / συνίζησις, -ήσεως, ΝΜΑ συνιζάνω
γραμμ. συνεκφώνηση δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου σε μια συλλαβή (α. «άργειε νά 'ρθει εκείνη η μέρα», Διον. Σολ.
β. «Πηληϊάδεω Ἀχιλλῆος», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
η καθοδική ηπειρογενετική μετακίνηση τμημάτων του φλοιού της γης προς το κέντρο της
αρχ.
1. καταβύθιση, κατακρήμνιση («τῶν δὲ σεισμῶν οἱ μὲν συνίζησιν ποιοῦν τες εἰς τὰ κοιλώματα χασματίαι λέγονται», Αριστοτ.)
2. (για οικοδομή) κατάρρευση
3. γραμμ. συγκοπήδυάκις καὶ τριάκις καὶ κατὰ συνίζησιν δὶς ἤ τρίς», Ετυμολογικόν Μέγα).