συνακτέον
English (LSJ)
(συνάγω)
A one must bring together or collect, μαθήματα εἰς σύνοψιν Pl.R. 537c; τὴν λιγνύν Dsc.1.77; one must reduce, εἰς ὀλίγα καὶ κοινά Arist.Pol.1319b24; one must unite a wound, ῥαφῇ Antyll. ap. Aët.7.74.
II one must conclude, ὅτι.. Arist.Rh.1377b6, cf. Hp.Hum.18.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνακτέον [συνάγω] adj. verb. van συνάγω er moet samengebracht worden; er moet geconcludeerd worden. Aristot. Rh. 1377b6.
Russian (Dvoretsky)
συνακτέον: adj. verb. к συνάγω.
Greek (Liddell-Scott)
συνακτέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ συνάγω, δεῖ συνάγειν, μαθήματα εἰς σύνοψιν Πλάτ. Πολ. 537C, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 6. 4, 19. ΙΙ. πρέπει τις νὰ συμπεράνῃ, ὅτι... ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 15, 33, πρβλ. Ἱπποκρ. 51. 29.
Greek Monotonic
συνακτέον: ρημ. επίθ. του συνάγω·
I. αυτό που πρέπει κάποιος να συναθροίσει, να μαζέψει, σε Πλάτ.
II. αυτό που πρέπει κάποιος να συμπεράνει, σε Αριστ.