συνεισποιέω
From LSJ
English (LSJ)
admit to a share in, χάρισι, φιλίαις, Plu.2.482e,484d.
German (Pape)
[Seite 1011] Einen mit in Etwas hineinbringen; τινά τινι, Einen zu gewinnen suchen wofür, oder geneigt machen; bes. Sp., ὑπουργίαις καὶ χάρισι τὸν ἀδελφόν Plut. de frat. am. 9 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
συνεισποιῶ :
admettre dans, faire participer à.
Étymologie: σύν, εἰσποιέω.
Greek (Liddell-Scott)
συνεισποιέω: ἕλκω πρὸς τὸ μέρος μου, πρὸς τὴν μερίδα μου, τινα Πλούτ. 482Ε, 484D.
Russian (Dvoretsky)
συνεισποιέω: привлекать на свою сторону, склонять к себе (ὑπουργίαις καὶ χάρισίν τινα Plut.).