συνοριακός

From LSJ

Θέλω τύχης σταλαγμὸν ἢ φρενῶν πίθον → Melior fortunae guttula artis urceo → Ein Topfen Glück ist mehr wert als ein Fass Verstand

Menander, Monostichoi, 240

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σύνορα ή αυτός που βρίσκεται κοντά στα σύνορα, μεθοριακός («συνοριακά φυλάκια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνορο + κατάλ. -ιακός (πρβλ. μεσιακός). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].