συντελικόν

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source

Russian (Dvoretsky)

συντελικόν: τό
1 податной класс (лица, платящие одинаковые налоги) Polyb.;
2 (sc. ῥῆμα) грам. = συντελικός II.