συντηκτικός
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
συντηκτική, συντηκτικόν,
A able to liquefy, τὸ ἁλμυρὸν σ. γλώττης Arist. de An.422a19, cf. Somn.Vig.456b35, Resp.479b21; liquefactive, φάρμακα Gal.11.757.
II (from Pass.) easily liquefied, Arist.HA 622a15.
2 wasting, of sick persons, Aret.SD1.13, Plin.HN28.125; πυρετὸς συντηκτικός Gal.18(2).42.
German (Pape)
ή, όν, zusammenschmelzend, Arist. somn. 3 und Sp.
Russian (Dvoretsky)
συντηκτικός:
1 растворимый Arst.;
2 растворяющий Arst.
Greek (Liddell-Scott)
συντηκτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ συντήξῃ, τὸ ἁλμυρὸν σ. τῆς γλώττης Ἀριστ. περὶ Ψυχῆς 2. 10, 2, περὶ Ὕπνου 3, 10, π. Ἀναπν. 20, 2. ΙΙ. ἀμεταβ., ὁ εὐκόλως ὑγροποιούμενος, τηκόμενος, ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 23, Στράβ. 317. 2) ὁ ἐπιρρεπὴς εἰς λιποθυμίαν, ἐπὶ νοσούντων ἀνθρώπων, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 13, Πλίν.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συντηκτικός, -ή, -όν, ΝΑ συντηκτός
1. αυτός που έχει την ικανότητα να προκαλεί σύντηξη, αυτός που επιφέρει σύντηξη
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύντηξη
αρχ.
1. διαλυτικός
2. αυτός που υγροποιείται εύκολα
3. (για ασθενή) ο επιρρεπής σε λιποθυμία.