σφυρί
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ -> The unexamined life is not worth living
Plato, Apology of Socrates 38aGreek Monolingual
το / σφυρίον, ΝΜΑ, και σφυρίον και σφυρίν και σφυλίν Α σφῡρα
νεοελλ.
1. εργαλείο πολλαπλών χρήσεων και διαφόρων μεγεθών αποτελούμενο από μεταλλική συνήθως, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και από ξύλινη, κεφαλή και μεταλλική ή ξύλινη λαβή, εργαλείο κατάλληλο για την κατεργασία μετάλλων ή λίθων με κρούση, για θραύση σκληρών υλικών, για ήλωση, για έμπηξη πασσάλων κ.ά. χρήσεις
2. φρ. «βγάζω στο σφυρί»
α) βγάζω κάτι σε πλειστηριασμό
β) ξεπουλώ
γ) εξωθώ γυναίκα στην πορνεία
αρχ.
(με υποκορ. σημ.) μικρή μεταλλική ή ξύλινη σφύρα.