σωζόπολις

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωζόπολις Medium diacritics: σωζόπολις Low diacritics: σωζόπολις Capitals: ΣΩΖΟΠΟΛΙΣ
Transliteration A: sōzópolis Transliteration B: sōzopolis Transliteration C: sozopolis Beta Code: swzo/polis

English (LSJ)

-εως, ὁ, ἡ, Glossaria on ὀρθόπολις, Sch.Pi.O.2.14.

German (Pape)

[Seite 1058] ὁ, ἡ, = σωσίπολις, Schol. Pind. Ol. 2, 14.

Greek (Liddell-Scott)

σωζόπολις: -εως, ὁ, ἡ, = σωσίπολις, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 2. 14.

Greek Monolingual

-οπόλεως, ὁ, ἡ, Α
αυτός που σώζει τις πόλεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῴζω + -πολις (< πόλις), πρβλ. σωσίπολις].