σύννεφο
Greek Monolingual
και σύγνεφο, το, Ν
1. νέφος που δημιουργείται στον ουρανό
2. μτφ. α) θλίψη, στενοχώρια στο πρόσωπο ενός ανθρώπου
β) πλήθος από κάποιο είδος
3. πληθ. τα σύννεφα
μτφ. απειλητικά προμηνύματα
4. φρ. «πάει σύννεφο»
(ιδιωμ.) λέγεται για κάτι, συνήθως αρνητικό, που υπάρχει ή γίνεται καθ' υπερβολήν (α. «η χαζομάρα πάει σύννεφο» β. «το κέρατο πάει σύννεφο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. σύννεφος, -ον].