σύννους
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
English (LSJ)
σύννουν, Attic contr. for σύννοος (in deep thought, thoughtful, anxious, gloomy, grave, circumspect).
German (Pape)
[Seite 1028] att. zsgz. σύννους, nachdenkend, in Gedanken vertieft, gedankenvoll, bedenklich, ernsthaft, sorgenvoll; dem σκυθρωπός entsprechend, Isocr. 1, 15; πρὸς ἑαυτῷ, Plut. Them. 3; Luc. Iov. trag. 1, u. öfter bei Sp.; – γίγνομαι, zu sich selbst, zur Besinnung kommen, Arist. pol. 2, 7; Plut. S. N. V. 3.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
qui réfléchit, pensif, méditatif.
Étymologie: σύν, νόος.
Russian (Dvoretsky)
σύννοος: стяж. σύννους 2
1 погруженный в раздумье, размышляющий, задумчивый Isocr., Plut., Luc.;
2 озабоченный, беспокойный (βλέμμα Arst.);
3 рассудительный, осторожный (σ. καὶ ταπεινὸς πρός τινα Plut.).
Greek Monolingual
-ουν, ΝΜΑ, και σύννοος, -οον, Α
1. βυθισμένος σε σκέψεις, σκεπτικός, συλλογισμένος
2. σκυθρωπός, κατηφής, στενοχωρημένος
αρχ.
γεμάτος έγνοιες, ανήσυχος («ταῦτα δ' εἰπὼν ἐποίησε τὸν Αὐτοφραδάτην σύννουν γενόμενον παύσασθαι τῆς πολιορκίας», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -νους/-νοος (< νόος /νους), πρβλ. ὑπέρ-νους].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύννους, σύννουν, ook zonder contr. σύννοος, σύννοον [σύν, νοῦς] peinzend:. σύννους... πρὸς ἑαυτῷ = in gedachten verzonken Plut. Them. 3.4. ernstig:; ἀπὸ μὲν προσώπου σύννουν = ernstig van gelaatsuitdrukking Hp. Med. 1; bezonnen:. ἐποίησε... σύννουν γενόμενον παύσασθαι τῆς πολιορκίας = dit maakte dat hij bij zinnen kwam en het beleg opgaf Aristot. Pol. 1267a36.
Middle Liddell
σύν-νους, ουν,
1. in deep thought, thoughtful, Isocr.
2. thoughtful, circumspect, Arist.