σύσφιγξη

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source

Greek Monolingual

η / σύσφιγξις, -ίγξεως, ΝΜΑ συσφίγγω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συσφίγγω
νεοελλ.
γεωλ. όρος με τον οποίο περιγράφεται μια κυλινδρόμορφη δομή η οποία έχει σχηματιστεί πάνω σε ένα στρώμα παραμορφωμένου πετρώματος, αλλ. μπουντινάζ.