τελικός
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
τελική, τελικόν,
A pertaining to the supreme end, ἀγαθὰ τ. (opp. ποιητικά) Stoic.3.25, al.; κεφάλαια τ. topics drawn from these goods, Hermog. Prog.6, al.
2 more generally, connected with final or intentional causality, τ. αἴτιον, = Aristotle's οὗ ἕνεκα, Procl. in Prm.p.612 S., cf. in Ti.3.126 D.; in Medicine, Alex.Aphr.Febr.23.
II in the end or termination of a word, Clearch.63, D.T.632.9, Heph.1.2, EM289.33.
III perfect, εἰς τελικὴν φιλίας ἕξιν prob.in Phld.Acad.Ind.p.56 M.
German (Pape)
[Seite 1088] zum τέλος gehörig. – Die Stoiker nannten ἀγαθὰ τελικά die zum höchsten Gute gehörenden oder es in sich fassenden, D. L. 3, 56. 7, 69; – κεφάλαια τελικά, bei den Rhett., vom Recht und Nutzen hergenommene Hauptbeweise.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne le souverain bien;
2 qui contient en soi sa fin, càd le souverain bien t. stoïcien;
3 t. de log. final;
4 t. de gramm. final : qui se trouve à la fin d'un mot, qui exprime le but.
Étymologie: τέλος.
Russian (Dvoretsky)
τελικός: τέλος 6] филос. являющийся (высшей) целью, высший, безусловный (ἀγαθά Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
τελικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ τέλος, ἀγαθὰ τελικὰ (ἀντίθετον τῷ ποιητικὰ) δηλ. πράγματα σχετιζόμενα πρὸς τὸ τέλος ἢ τὸ ἄκρον ἀγαθόν, ὅρος τῆς Στωϊκῆς φιλοσοφίας παρὰ Διογ. Λ. 7. 96, - τὰ bona ad illud ultimum pertinentia τοῦ Κικέρωνος Fin. 3. 16· κεφάλαια τελικά, ὑποθέσεις λαμβανόμεναι ἐκ τῶν ἀγαθῶν τούτων, Ρητορ. ΙΙ. τὸ τέλος ἢ ἡ κατάληξις λέξεως, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 448D· «τρία ἐστὶ στοιχεῖα τελικὰ τῶν δυϊκῶν α, ε, ω» Ἐτυμ. Μέγ. 289. 33.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τελικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τέλος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τέλος, τελευταίος
2. (στους Στωικούς) αυτός που σχετίζεται με το τέλος, δηλαδή το ύψιστο αγαθό, ή αυτός που το εμπεριέχει («ἀγαθὰ τελικά», Στωικ.)
3. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκοπό (α. «τελικοί σύνδεσμοι» β. «τελικό αίτιο» ή «τελικόν αἴτιον» — προσδιορισμός, απαρεμφατικός τύπος ή μετοχικός τύπος με τον οποίο δηλώνεται ο σκοπός για τον οποίο γίνεται ή δεν γίνεται κάτι)
νεοελλ.
1. συνεκδ. οριστικός, τελεσίδικος (α. «τα τελικά αποτελέσματα τών εκλογών» β. «η τελική απόφαση»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο τελικός
(ενν. αγώνας) (αθλ.) η τελευταία συνάντηση μιας αθλητικής διοργάνωσης στην οποία κρίνονται οι οριστικοί νικητές
3. φρ. α) «τελική πρόταση» — δευτερεύουσα επιρρηματική πρόταση που δηλώνει σκοπό
β) «τελική αιτία»
(φιλοσ.) όρος που χαρακτηρίζει ένα γεγονός το οποίο εκλαμβάνεται ως το μέσο για την πραγματοποίηση ενός σκοπού
γ) «τελικό νημάτιο»
ανατ. η νηματοειδής κατάληξη του τελικού κώνου του νωτιαίου μυελού
δ) «τελικός εγκέφαλος»
ανατ. το μεγαλύτερο τμήμα του εγκεφάλου το οποίο αποτελείται από τα εγκεφαλικά ημισφαίρια, το μεσολόβιο, το τελικό πέταλο και τους συνδέσμους τών ημισφαιρίων, αλλ. τηλεγκέφαλος
αρχ.
1. τέλειος, ακέραιος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τελικόν
το τελευταίο γράμμα ή η κατάληξη μιας λέξης
3. φρ. «κεφάλαια τελικά» — θέματα, υποθέσεις που προκύπτουν από τα τελικά, δηλαδή τα ύψιστα, αγαθά.
επίρρ...
τελικώς / τελικῶς ΝΑ, και τελικά Ν
νεοελλ.
στο τέλος, εν τέλει («τελικά δεν ήλθε»)
αρχ.
σε σχέση με έναν σκοπό.