τετρημένος

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
φρ. «τετρημένο πέταλο»
ανατ. οστέϊνο τετράπλευρο πέταλο το οποίο βρίσκεται σε οριζόντια θέση με το οποίο συνάπτονται μεταξύ τους οι δύο πλάγιες μοίρες του ηθμοειδούς οστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. του παρακμ. τέτρημαι του αρχ. ρ. τετραίνω «τρυπώ, διατρυπώ»].