τηγανόστροφον
From LSJ
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
English (LSJ)
v. ταγηνοστρόφιον.
Greek Monolingual
τὸ, Α
το ταγηνοστρόφιον, κουτάλα ή σπάτουλα που χρησιμοποιείται στο τηγάνισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τήγανον + -στροφον (< στρέφω), πρβλ. ταγηνοστρόφιον.