τοποτηρώ

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
είμαι τοποτηρητής, εκτελώ καθήκοντα τοποτηρητή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + τηρῶ (πρβλ. καιροτηρώ)].