τουμπάρω
From LSJ
και τουμπέρνω Ν
1. (μτβ.) ανατρέπω, αναποδογυρίζω κάτι
2. ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω («το αυτοκίνητο τουμπάρισε στη στροφή»)
3. μτφ. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη, παραπείθω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τούμπα (Ι). Ο τ. τουμπέρνω από τον αόρ. τούμπαρα κατά τα παίρνω, σέρνω, φέρνω].