τουρκόβοϊδο

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

το, Ν
μτφ. τούρκικο βόδι, χαζός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + βόιδι (βλ. και λ. Τούρκος)].