μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
το, Νμτφ. τούρκικο βόδι, χαζός άνθρωπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + βόιδι (βλ. και λ. Τούρκος)].