τρίγλα
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
v. τρίγλη.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mulet de mer ; rouget, poissons.
Étymologie: DELG τρίζω.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και τρῖγλα Α
βλ. τρίγλη.
Russian (Dvoretsky)
τρίγλα: или τρῖγλα и τρίγλη ἡ рыба тригла, морская ласточка Arst., Anth.