τραπεζαρία

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

Greek Monolingual

η, Ν τραπεζάρης
1. αίθουσα φαγητού
2. συνεκδ. το σύνολο τών επίπλων της παραπάνω αίθουσας («άλλαξα την τραπεζαρία»).