τραχηλιμαῖος
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
v. τραχηλιαῖος.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
du cou.
Étymologie: τράχηλος.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰχηλιμαῖος: ἴδε ἐν λ. τραχηλιαῖος.
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
τραχηλιαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -ιμαῖος (βλ. -αίος), πρβλ. ονυχιμαίος].
German (Pape)
= τραχηλιαῖος, zweifelhaft., s. Lobeck Phryn. 558.