τρεις

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423

Greek Monolingual

τρία / τρεῖς, τρία, ΝΜΑ
(απόλ. αριθμτ.)
Ι. ΚΛΙΣΗ: α) δωρ. ονομ. αρσ. και θηλ. τρέες και τρῆς και τρῑς
β) γεν. αρσ., θηλ. και ουδ. τριών, τριῶν
γ) δοτ. αρσ., θηλ. και ουδ. τρισί και τριοῖσι και τρίεσσι, αιολ. τ. τρίσσι
δ) αιτ. αρσ. και θηλ. τρεις, τρεῖς και δωρ. τ. τρίινς και τρῖς, ουδ. τρία
II. ΣΗΜΑΣΙΑ: ο αμέσως μετά το δύο ακέραιος αριθμός, που εκφράζει την έννοια της ποσότητας η οποία σχηματίζεται όταν στις δύο μονάδες προσθέσουμε ακόμα μία (α. «τρεις άνδρες» β. «τρία ἔπεα», Πίνδ.)
νεοελλ.
1. (το ουδ. με το άρθρο) το τρία
α) ο αριθμός και το σύμβολο 3
β) αυτός που χαρακτηρίζεται με τον αριθμό 3 (α. «το τρία τραπέζι» β. «το τρία σπαθί»)
2. φρ. α) «πάτησε τα τρία» — μπήκε στο τρίτο έτος της ηλικίας του
β) «μέθοδος τών τριών»
μαθημ. βασική μέθοδος επίλυσης προβλημάτων κατά την οποία από τρία δεδομένα βρίσκεται το ζητούμενο τέταρτο
γ) «πρόβλημα τριών σωμάτων»
(αστρον.-φυσ.) το πρόβλημα προσδιορισμού της κίνησης ενός συστήματος τριών ουράνιων σωμάτων, η οποία δεν διέπεται παρά μόνον από τις ασκούμενες μεταξύ τους δυνάμεις βαρύτητας, πρόβλημα στο οποίο δεν έχει δοθεί ακόμη λύση
3. παροιμ. φρ. α) «τρεις κι ο κούκος»
(μειωτ.) λέγεται για ελάχιστο αριθμό προσώπων
β) «τρεις λαλούν και δυο χορεύουν» — λέγεται για περιπτώσεις στις οποίες επικρατεί ακαταστασία και έλλειψη συστήματος σε μία επιχείρηση την οποία διευθύνουν περισσότερα άτομα από όσα εργάζονται
γ) «κάθε τρεις και λίγο» ή «κάθε τρεις και λιγουλάκι» — πολύ συχνά
4. παροιμ. α) «τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι κι έξι το λαδοξιδο» — λέγεται σε περιπτώσεις σκόπιμα εσφαλμένων υπολογισμών για αποκόμιση παράνομου κέρδους
β) «τρία πουλάκια κάθονται και πίνουν και ταμπάκο» ή, απλώς, «τρία πουλάκια κάθονται» — λέγεται για άτομο που αδιαφορεί προς τις συμβουλές οι οποίες του δίνονται ή για άτομο που λέει πράγματα άσχετα προς το θέμα της ομιλίας
γ) «μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα» — και ο πιο επιτήδειος κακοποιός κάποτε θα πιαστεί
δ) «μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και την κακή του μέρα» — ακόμη και οι φίλοι καταντούν ανεπιθύμητοι όταν έχουν υπερβολικές ή συχνές αξιώσεις
αρχ.
φρ. «τρία καί δύο»
(στον Αριστοφ. κατά τον σχολιαστή) «τρία καὶ δύο, τρία μέρη ὕδατος ἐπιδεχόμενον, οἴνου δὲ δύο
ἀρίστη δὲ κρᾱσις οἴνου δύο μέρη καὶ ὕδατος τρία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το απόλ. αριθμτ. τρεῖς, τρία ανάγεται σε ΙΕ τ. treyes (< ΙΕ ρ. trei- / tri-). Η ονομ. του αρσ. και θηλ. εμφανίζεται στη δωρ. διάλ. και ασυναίρετη τρέες και συνηρημένη τρῆς, στην αττ. διάλ. η συναίρεση έδωσε τον τ. τρεῖς, που χρησιμοποιείται και στη Νέα Ελληνική, ενώ η βοιωτ. διάλ. χρησιμοποίησε ως ονομαστική τον τ. τρῖς της αιτιατικής. Η ονομ. τρέες / τρῆς / τρεῖς συνδέεται με τα αρχ. ινδ. trayah, λατ. trēs, γοτθ. ?reis, αρχ. σλαβ. trĭje, ενώ το ουδ. τρία, που έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα τρι- της ρίζας, αντιστοιχεί με τα: αρχ. ινδ. trī, αρχ. σλαβ. tri, λατ. tria. Η γενική τριῶν αντιστοιχεί με το λατ. trium, ενώ η δοτ. τρι-σί με το αρχ. ινδ. trisu. Παράλληλα με τη δοτ. τρισί μαρτυρείται στην ιων. διάλ. και θεματική δοτική τριοῖσι. Στην αιτιατική αρχικός τ. θεωρείται το δωρ. τρῖς (< τρινς< ΙΕ τ. trins), πρβλ. αρχ. ινδ. trīn, γοτθ. ?rins. Ο τ. τρίινς στην Κρήτη εμφανίζει δύο συλλαβές, πιθ. κατά τη γεν. τριῶν, ενώ στην αττ. διάλ. χρησιμοποιήθηκε ως αιτιατική ο τ. τρεῖς της ονομαστικής. Από την εξασθενωμένη βαθμίδα τρι- του θέματος, εκτός από τις πλάγιες πτώσεις και το ουδ. τρία, έχουν σχηματιστεί όλα τα παράγωγα του αριθμτ., όπως είναι τα επιρρ. τρίς, τρί-χα, τρι-χῶς, το τακτ. αριθμτ. τρίτος και τα ουσ. τρι-άς, τρί-τρα, τρί-αινα. Από το θ. τρι-, εξάλλου, έχουν σχηματιστεί πάμπολλα σύνθ. με α' συνθετικό τρι- (πρβλ. τρι-ήρης, τρί-μηνος, τρί-οδος, τρίπους, βλ. λ. τρι-). Σε ό,τι αφορά, τέλος, τήν προέλευση της ρίζας του αριθμτ. tre-i-, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι θα μπορούσε να συνδεθεί με τη ρίζα ter- «διαπερνώ» (βλ. λ. τείρω, τετραίνω) με την έννοια ότι ο αριθμός τρία έχει υπερβεί, έχει ξεπεράσει τον αριθμό δύο].