τριανταφυλλένιος
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
1. αυτός που αποτελείται από τριαντάφυλλα
2. αυτός που μοιάζει με τριαντάφυλλο στο χρώμα και στην ανθηρότητα («τριανταφυλλένια μάγουλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριαντάφυλλο + κατάλ. -ένιος (πρβλ. ζαχαρένιος)].
-α, -ο, Ν
1. αυτός που αποτελείται από τριαντάφυλλα
2. αυτός που μοιάζει με τριαντάφυλλο στο χρώμα και στην ανθηρότητα («τριανταφυλλένια μάγουλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριαντάφυλλο + κατάλ. -ένιος (πρβλ. ζαχαρένιος)].