τριγλίδες

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385

Greek Monolingual

οι, Ν
ζωολ. οικογένεια τελεόστεων ιχθύων που περιλαμβάνει την τρίγλα και συγγενή γένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ αγγλ. triglidae < τρίγλα «καπόνι» + κατάλ. -ίδες].