τριφύλακος

From LSJ

τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριφύλᾰκος Medium diacritics: τριφύλακος Low diacritics: τριφύλακος Capitals: ΤΡΙΦΥΛΑΚΟΣ
Transliteration A: triphýlakos Transliteration B: triphylakos Transliteration C: trifylakos Beta Code: trifu/lakos

English (LSJ)

[ῠ], ον, containing three watches, νύξ Sch.Il.10.252.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐφύλᾰκος: -ον, ὁ συγκείμενος ἐκ τριῶν φυλακῶν, τριφυλάκου τῆς νυκτὸς οὔσης Σχόλ. εἰς Ἰλ. Κ. 252.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κατά τη διάρκειά του εναλλάσσονται εκ περιτροπής τρεις ομάδες φυλάκων, τρεις βάρδιες («τριφυλάκου τῆς νυκτὸς οὔσης», Σχολ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -φύλακος (< φυλακή), πρβλ. πενταφύλακος.