τριχλωρομεθάνιο
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Greek Monolingual
το, Ν
χημ. άλλη ονομασία της χημικής ένωσης χλωροφόρμιο.
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
το, Ν
χημ. άλλη ονομασία της χημικής ένωσης χλωροφόρμιο.