τσίτσα

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364

Greek Monolingual

η, Ν
1. τσότρα, φλασκί
2. είδος κοφινού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μια άποψη < τιτθίτσα < τίτθη «τροφός»].