ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
ὁ, Ακατασκευαστής μαξιλαριών ή στρωμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη «στρώμα, μαξιλάρι» + -εργός (<ἔργον), πρβλ. λιθο-εργός].